- μπαλάντα
- Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του χορού να συνοδεύονται με τραγούδι. Από το δεύτερο μισό του 13ου αι. άρχισε να αποτελεί μέρος της «λόγιας» λογοτεχνίας και έγινε μια από τις προτιμώμενες μορφές δημιουργίας των Ιταλών ποιητών –από τον Γκουιτόνε ντ’ Αρέτσο έως τον Καβαλκάντι και από τον Δάντη έως τον Βοκάκιο– που καθόρισαν τη μετρική δομή της (μια αρχική ripresa από λίγους στίχους που επαναλαμβανόταν ως επωδός ύστερα από κάθε μια από τις οκτάστιχες στροφές, τις ονομαζόμενες stanze, που μπορούσαν να είναι από μία έως τέσσερις). Ήταν γραμμένη είτε σε ενδεκασύλλαβους και επτασύλλαβους ή μόνο σε ενδεκασύλλαβους ή μόνο σε οκτασύλλαβους στίχους. Η τελευταία αυτή μορφή επικράτησε κατά τον 15o αι., και από αυτήν εξελίχτηκε, αυξάνοντας τις στροφές αλλά διατηρώντας το ίδιο μετρικό σύστημα, το «canto carnascialesco» (αποκριάτικο τραγούδι). Από τον 16o αι. και μετά δεν γράφτηκαν σχεδόν καθόλου μ., στο τέλος όμως του 19ου αιώνα έγραψαν ο Καρντούτσι, ο Πάσκολι και κατόπιν ο Ντ’ Ανούντσιο.
Στη Γαλλία η παλιά μ. –πάντα λαϊκής προέλευσης, αλλά με διάφορες μετρικές μορφές– εμφανίστηκε στην Προβηγκία, απ’ όπου πέρασε στη βόρεια Γαλλία. Η ιδιαίτερη δομή της καθορίστηκε από τον Εστάς Ντεσάν. Διασημότατος για τις μ. του υπήρξε, στο δεύτερο μισό του 15ου αι., ο Φρανσουά Βιγιόν (ανάμεσα στις περίφημες, η Μπαλάντα των κυριών του αλλοτινού καιρού).
Στην Αγγλία και στη Σκοτία η παλιά μ. άρχισε να ανθεί τον 11o αι. και ήταν –αρχικά και για αιώνες– ένα αφηγηματικό τραγούδι, χωρίς να είναι γνωστό με βεβαιότητα αν ήταν δεμένο με τον χορό. Βρίσκουμε σ’ αυτήν ισχυρούς δεσμούς με τις σκανδιναβικές μ. προηγούμενων εποχών. Στη Μεγάλη Βρετανία η μ. έφτασε στο απόγειο της από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα.
Το 1765, ο Άγγλος επίσκοπος Τόμας Πέρσι (1729 – 1811) δημοσίευσε μια συλλογή από αυτές τις μ. ως Μαρτυρίες παλιάς αγγλικής ποίησης. Το βιβλίο είχε ως αποτέλεσμα να ανακαλυφθεί εκ νέου η μ.· αυτό ενέπνευσε τον Γερμανό ποιητή Γκότφριντ Μπίργκερ για τη Lenore του (1773), με την οποία γεννήθηκε η ρομαντική μ., που πήρε ως πρότυπο τις αγγλικές και σκοτικές μ. Η Lenore αποτελεί επεξεργασία ενός πολύ γνωστού δημοτικού τραγουδιού, που είναι γνωστό και στην Ελλάδα (πρόκειται για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού). Εξάλλου η συλλογή του Πέρσι, που αποτέλεσε σταθμό, παρακίνησε τον Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, έναν από τους προδρόμους της επιστημονικής λαογραφίας, να εκδώσει την ονομαστή συλλογή δημοτικών τραγουδιών με τον τίτλο Φωνές των λαών σε τραγούδια (1778-79). Στη ρομαντική της μορφή, η μ. έγινε μια λυρικο-αφηγηματική σύνθεση σε στίχους γενικά όχι μακρούς, με στροφές ομοιόμορφες στη δομή και στον αριθμό των στίχων, σε ρυθμό γρήγορο και ζωηρό. Το όνομά της συνδέεται με τους Γκέτε, Σίλερ, Ούλαντ, Χάινε στη Γερμανία, τους Σκοτ, Βύρωνα, Τένισον, Γουέρντσουερθ, Κόλεριτζ στην Αγγλία, τους Ουγκό και Μπανβίλ στη Γαλλία, τους Μπερσέ, Πράτι και Καρντούτσι στην Ιταλία. Η αρχική λαϊκή προέλευση της μ. αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε διάφορες χώρες (Γερμανία, Αγγλία κ.α.), με την ονομασία αυτή δηλώνεται ένα ορισμένο είδος δημοτικού τραγουδιού, το γνωστό στην Ελλάδα ως παραλογή.
(Μουσ.) Ερωτική ποιητική σύνθεση, που τραγουδιέται και συνοδεύεται από χορό. Τον 12o αι., με την αρχική ανάπτυξη του τραγουδιού, είχε ιδιαίτερες μορφές και μια απλή και αυτοσχεδιασμένη ενόργανη συνοδεία. Στους κατοπινούς αιώνες έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στα αριστοκρατικά σαλόνια και φυσικά υπέστη βαθιές αλλαγές. Όταν έχασε το λαϊκό της περιεχόμενο, η μ. έγινε μια πολύ εκλεπτυσμένη σύνθεση, με θέμα όχι πάντα ερωτικό, η οποία συνοδευόταν από έναν ιδιαίτερο χορό, με ελαφρές κινήσεις, μεγάλες παύσεις και εκφράσεις του προσώπου: μια πραγματική ερμηνεία του ποιητικού κειμένου. Toν 19o αι., με τον Σούμπερτ, η μ. άλλαξε ριζικά: στο κείμενο μιας ποιητικής μ., ο συνθέτης δημιουργούσε μια φωνητική μουσική σύνθεση συνοδευόμενη από το πιάνο. Το όργανο προσέλαβε έκτοτε σημασία όλο και μεγαλύτερη, ώσπου υποσκέλισε την ανθρώπινη φωνή με τον Σοπέν, που έκανε την μ. πιανιστική σύνθεση.
* * *και μπαλάδα και μπαλάτα η1. αφηγηματικό ποίημα τής προφορικής παράδοσης πολλών ευρωπαϊκών λαών που διηγείται μια «ιστορία», μια υπόθεση με ενότητα μέτρου και ρυθμού, χρησιμοποίηση τού διαλόγου, που τού δίνει «δραματικὸ» χαρακτήρα, επικών στοιχείων ύφους και εικονοποιίας και λυρικών επαναλήψεων και εκφράσεων2. ποίημα με καθορισμένη δομή και τύπο ομοιοκαταληξίας που αποτελείται από τρεις στροφές και επωδό, στις οποίες επαναλαμβάνεται ο τελευταίος στίχος τής πρώτης στροφής3. μουσική σύνθεση με στροφές και επωδό για φωνή και όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. balada < balar «χορεύω» (πρβλ. και λ. μπαλαντέζα και μπαλαντέρ].
Dictionary of Greek. 2013.